επαγκλώ

επαγκλώ
ἐπαγκλῶ -άω (Α)
1. στρέφω σε κάποιον
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπεγκλάσας
τοῑς ὄμμασί πως διανεύσας».
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εν + κλώ «κτυπώ, αλλάζω κατεύθυνση»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”